κυστινουρικός

κυστινουρικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυστινουρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystinurique < γαλλ. cystinurie «κυστινουρία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”